αλεστικός

αλεστικός
-ή, -ό
1. αυτός που χρησιμεύει για την άλεση: Πήραν μια φτηνή αλεστική μηχανή.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλεστικά η αμοιβή του μυλωνά για την άλεση: Ανέβηκαν φέτος τα αλεστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλεστικός — ή, ό (Μ ἀλεστικός, ή, όν) [αλεστής] 1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή») 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή τού μυλωνά …   Dictionary of Greek

  • αλεστής — ο 1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς 2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”